Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Πρώτες βοήθειες στους Λιαπάδες

Τα παλιά τα χρόνια, στο χωριό δεν υπήρχε σπετσαρία –φαρμακείο παναπεί- και τα φάρμακα τα εφέρνανε από τη χώρα και από την Αθήνα, αλλά μόνο για τσου αρχόντους και τσου πλούσιους. Οι Λιαπαδίτες –όπως και όλοι οι κάτοικοι τση κερκυραϊκής υπαίθρου- εχρησιμοποιούσανε παραδοσιακές μεθόδους, όπως τσου μάθανε οι παλαιοί τους. 
Για την πίεση, εκάνανε αφαίμαξη. Αφαιρούσανε δηλαδή αίμα από τον άρρωστο. Αυτό εγενόντανε με δύο τρόπους:
α) με κοφτές βεντούζες: Εξαπλώνανε τον άρρωστο μπρούμυτα και του χαράζανε στην πλάτη, δύο λιπιδιές. Εκεί εβάνανε δύο βεντούζες, οι οποίες σε λίγο εγιομίζανε αίμα και έτσι ανακουφιζόντανε ο ασθενής.
β) με βουδέλες: Σε πολλά σπίτια, είχανε βουδέλες. Τσι μαζώνανε στην Καβουρόλιμνη και τσ’ είχανε μέσα σε γιάλινα μποτσιά, που αλλάζανε το νερό κάθε μέρα. Οι βουδέλες ήτανε πολλές μέρες μέσα στα μποτσιά με το νερό και ήτανε νηστικές. Ετότες, τσι βάνανε στην πλάτη του ασθενή και αμέσως αυτές εκολλούσανε και αρχίζανε να ρουφάνε αίμα. Σε λίγη ώρα, από το πολύ αίμα, οι βουδέλες είχανε γίνει σα ζάμπες και ο ασθενής εξαλάφρωνε.

Βεντουζόκουπες
Γενικές ιατρικές οδηγίες (εμπειρικές)
•  Για τη γρίπη και το κρύωμα, ερίχνανε στον ασθενή βεντούζες και αν ήτανε η μύτη και το αναπνευστικό σύστημα μπουκωμένα, εκάνανε φουμέντο, (δες στο γλωσσάρι τη λέξη φουμέντο).
•  Όταν κάποιος έβγανε διάσονα, του βάνανε κατάπλασμα. Επαίρνανε φύλλα από μολόχα ή λινάρι ή σεσκλόφυλλα, τα τρίβανε κομματσούλια και τα αποθώνανε απάνω στο διάσονα. Ο διάσονας έβγανε έμπιο και υγρά και ο ασθενής ανακουφιζόντανε.
•  Όταν κάποιος ετραυματιζόντανε, ακολουθούσανε την εξής πρακτική. Του λέγανε πρώτα να κατουρήσει το τραύμα για να ξεπλυθεί (αντισηψία), μετά του βάνανε ταμπάκο από ένα αποτσίγαρο (καυτηρίαση) και μετά το τυλίγανε. Φεύγα του λέγανε και θα γιάνει μοναχό του. 
Όταν τα παιδιά παθαίνανε χρυσή, ίκτερο δηλαδή, με μία βελόνα ραψίματος ή με ένα σφιγκλί, εκόβανε το θυλίκι στο επάνω χείλος.
•  Όταν οι γυναίκες στα χωράφια εκόβγανε το δάκτυλό τους με το δραπάνι, εβάνανε κρουζιά (αιμοστατικό).
• Όταν κάποιονε τον εδάγκανε σκορπιός ή φίδι, του βάνανε στη τσιμπησιά σουκόγαλα από αγριοσουκιά (αναισθητικό-παυσίπονο).
• Όταν τα παιδιά εβγάνανε εξανθήματα, τσου δίνανε ρετσινόλαδο.
• Όταν εβγάνανε μαλαθράκι στην αμασχάλη ή στις εσωτερικές πλευρές των μηριών, αλοίφανε το μέρος εκείνο με ένα μείγμα από λάδι και καφέ (αναλγητικό).
• Για ορθοπεδικά συμβάντα επηγαίνανε στο Δήμο τον Μπουρίτση, τον Γκούμα, που έγιενε τα σπασίματα και τα βγαλσίματα. Στα σπασμένα κόκαλα έβανε νάρθηκα από καλάμια ή ταβλιά από κουτιά ρέγγας, κι’ από μέσα έβανε κατάπλασμα. Το κατάπλασμα τόκανε ανακατώνοντας σαπούνι, νερό και αυγό. Στα διαστρέμματα “άσκωνε τα κουταλάκια”,  δηλαδή τάβανε στη θέση τους. Για τσι υπηρεσίες του, ποτέ δεν επλερωνόντανε.
• Όταν επόνουνε καποιανού το αφτί, του βάνανε κεροπάνι. Επαίρνανε ένα κομμάτι μπαμπακέλα, το κάνανε σε σχήμα χωνιού και εστάζανε απάνω του κερί. Ύστερα ανάβανε τη μπαμπακέλα στο έξω μέρος και ο καπνός που επήγαινε στο αφτί, το καθάριζε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου