Κυριακή 15 Απριλίου 2012

Χριστός Ανέστη χωριανοί

Σε όλους τσου Λιαπαδίτες -όθε βρίσκονται- και τσου φίλους του χωριού μας, τσου λέμε το Χριστός Ανέστη, εκ βάθους καρδίας. Η Λαμπριά στο χωριό μας, είναι η καλύτερη και για όσους λείπουνε, δικαιολογημένα το μυαλό τους είναι πάντα εκεί.
Η Λαμπριά στο χωριό έχει τσι χάρες της και ζηλεύεται, πώς να το κάμουμε; Μηδά κουτοί είναι όσοι έρχονται και κάνουνε Πάσχα τσου Λιαπάδες.
Άλλο ν'ακούς το Νικόλα το Τσαγκάρη να ψέλνει το “Αι γενεαί πάσαι” κι' άλλο να ακούς άλλες φωνές ...υποκατάστατα. Άλλο να βαρεί σμπάρα ο Κάλυκας κι' άλλο να ακούς τσάκα τσούκες.
Ευχή για όλους να περνάτε καλά και του χρόνου με υγεία, όλοι οι απόντες να μάστενε στο χωριό.
Και κακή Λαμπριά να μην έχετε...

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

Η διατροφή στο χωριό, άλλοντες και τώρα


Τί θα φάμετε εσήμερα; Μα εξαρτάται για πια εποχή μιλάμε. Αν μιλάμε για τα παλαιά χρόνια, το μενού είναι στράτσο. Ότι βρίσκεται πρόσφορο. Αν μιλάμε για εσήμερα, το μενού έχει απ' όλα. Μέσα στα τελευταία πενήντα χρόνια, οι Λιαπαδίτες εμεταλλαχτήκανε -όπως και όλοι οι άνθρωποι- και αλλάξανε τρόπους. Άλλοι πιστεύουνε πως τώρα είναι καλύτερα, κάποιοι άλλοι αναπολούνε το παρελθόν. Λίγο πολύ, όλοι δίκιο έχουνε...

Άλλοντες: Αποδεικνύεται ότι το παρελθόν ήτανε καλύτερη εποχή απ’ ότι τώρα. Τα παλιά τα χρόνια, οι παλαιοί μας επαιρνούσανε φτωχά τρώγωντας ότι εβγάνανε τα χωράφια τους και δεν επεινάσανε ούτε στην εποχή τση μεγάλης πείνας. Και άμα λέμε οι παλαιοί Λιαπαδίτες, εννοούμε και μένανε που τα γράφω και σας που τα διαβάζετε. Κάποιοι για νάχουνε απ' όλα, εκάνανε αλλαή τα προϊόντα τους. Παναπεί εδίνανε γέννημα και επαίρνανε φασούλια ή κατι άλλο. Η φτώχεια ήτανε μεγάλη, σαν και αυτήνε που απειλεί νάρθει σε λίγα χρόνια στα σπίτια ολουνώνες. Τα όβολα δεν υπήρχανε και τα μαγαζιά εδίνανε μπιστιού για τη σοδειά. Θυμούνται οι παλαιότεροι ότι ήτανε παλαιά κάτι όβολα μεγάλα με πολλά μηδενικά, που τα παρανομίζανε καμπιέλες, που για να πάρεις μία λίτρα ψωμί, ήθελες δύο εκατομμύρια δραχμές!
Ετρώγανε πολλά λάχανα και πατάτες, οσπρίατα (φασούλια, φακή, λαθίρια, ρεβίθια, φασούλια μαυρομμάτικα) και όσοι είχανε ετρώγανε και τότσο τυρί από τα αρνόπουλά τους. Εκουναρούσανε χοίρους, κότες, κονέλια, γάλικα και άλλα οικιακά ζώα.
Το μενού το συμπληρώνανε με κάνα ψαρούλι, από τα τρίτα και τα κομμένα δηλαδή, τίποτας κιχλοκότσυφα και καμία πουλέντα ή αγινοκουλούρα. Αν ύπηρχε και κάνα καρτεζί κρασί, ο κόσμος όλος ήτανε ευτυχισμένος. Εκοιμούντανε αμπονόρα αφού δεν είχανε ελεχτρικό και εκάνανε και πολλά παιδιά.
Το πρωί, από δύο ώρες να φέξει όλοι ασκωμένοι, επηγαίνανε οι άντρες στο χωριό, έτσι για μία βόλτα, και εκινούσανε για τα χτήματα. Τότση μαρέντα απ’ ότι επέρσευε, λίγη ξινομπεβάντα και το βράδι πάλε στο χωριό. Οι άντρες πάνε άλλη μία βόλτα στο φόρο, ν’ αγοράσουνε και κατιτίς, ένα καρτούτσο πετρόλιο, λίγο ξεροτύρι, κάνα χαρτί μανέστρα, τότσο ρύζι ή τοματοπελτέ. Μετά στα σπίτια τους και πάλε από την αρχή. Τσι Κυριακές και τσι γιορτές, όλοι στο φόρο με τα καλά τους, επαίζανε σόλιο, τρίλιο, τρισέτε, δισκουβέρτο και κάνα πικέτο.
Έτσι εκυλούσανε οι μέρες τους, οι μήνες και τα χρόνια. Η φτώχεια, φτώχεια. Ωστόσο, παρά τσι κακουχίες, όλοι τους ήτανε ζωεροί και είχανε καλή υγεία.
Ανάμεσά τους καμπόσοι, ήτανε αρχόντοι. Οι αρχόντοι δεν ήτανε πλούσιοι, αλλά είχανε τρόπους, κοινωνικότητα που λέμε, είχανε αυτό που λέμε εσήμερα, κουλτούρα στο φαγητό και στη διαβίωση.
Θα αναφέρουμε μοναχά ένα όνομα, το Μιχαλιό. Ήτανε άρχοντας και έζιουνε καλύτερα από πολλούς άλλους πλούσιους. Κάθε μέρα στο μαγαζί, εκουβέντιαζε για όλους και για όλα, πίνοντας το κρασί του με καλή παρέα, πότε με λίγο μπακαλάρο ξεφλιστόνε, πότε με καμία χορδή, άλλοντες με τίποτα οβριές ...και ο Θέος είναι μεγάλος.
Τα παιδιά δεν είχανε παιχνίδια, αλλά εφτιένανε δικά τους, βάζοντας το μυαλό τους να δουλεύει. Στην ανάρτηση “παιχνίδια για μιτσούς και μεγάλους”, διαβάστε τι σοφιστείες εκάνανε για να παίζουνε τα παιδιά. Με όλη την κινητικότητα και το λειψό φαί, τα παιδιά ήτανε όλα αδύνατα που τσου μέτρουνες τα παΐδια. Ωστόσο, η υγεία τους ήτανε καλύτερη απ’ ότι σε αντίστοιχες σημερινές συνθήκες.
Τον καιρό εκείνονε, δεν υπήρχανε παχύσαρκοι, ούτε κέντρα αδυνατίσματος...

Εσήμερα: Τη σημερνή εποχή τση καλοπέρασης, όπως τηνε λένε, ο κόσμος εγύρισε τα πάνω κάτω. Όλοι δείχνουνε να είναι ευχαριστημένοι και μιλάνε για πλούτο που δεν είναι εμφανής. Τα σούπερ μάρκετ νάναι καλά, που σ΄όλα τα σπίτια τα θρόφιμα εγινήκανε “βρύση”. Στα σπίτια τώρα υπάρχουνε όλα τα καλά, μαγιονέζες, σαλάδο, σολομός, γαρίδες, μουχλοτύρι και άλλα τέτοια, ενώ το ουίσκι τσ’ αρέσει ολουνώνες.
Για τα χτήματα δεν νοιάζονται όπως παλιά. Ξατρέχουνε μοναχά για καένα μπομπόλι ελιά, για νάχουνε το λάδι τση χρονιάς. Για να φάνε δηλαδή, όχι για να πουλήσουνε και να πιάκουνε λεφτά. Λεφτά υπάρχουνε όπου λένε οι πολιτικοί. Και αν δεν υπάρχουνε λεφτά, υπάρχουνε δάνεια και πιστωτικές κάρτες.
Το μενού στο φαί άλλαξε. Δεν υπάρχει πια παραγωγή από τα χτήματα. Τα χτήματα εμείνανε χέρισα και τα αμπέλια σχεδόν εξαμπελωθήκανε. Εμείνανε λίγοι κήποι στα σπίτια ή κοντά στο χωριό για κάνα ζαρζαβατικό, ενώ καμπόσοι έχουνε λίγα κοτιά για καένα αβγό και λίγοι κουναρούνε κονέλια ή χοίρους. Όλα τα άλλα τα παίρνουνε έτοιμα από τα μαγαζιά.
Στο φόρο πάνε οι άντρες και παίζουνε Θανάση, τάβλι και άλλα νεόφερτα παιχνίδια. Τα παλιά παιχνίδια που επαίζανε οι παλαιοί, δεν τα ξέρουνε τώρα.
Πολλοί χωριανοί μας εκάμανε πάχεια και πάνε στα γυμναστήρια για γυμναστική και στα κέντρα αδυνατίσματος, ενώ πολλά παιδιά του χωριού είναι και αυτά παχειά.
Τα παιδιά εσήμερα παίζουνε με ακριβά ηλεκτρονικά παιγνίδια, ενώ όλοι οι μούτσοι –και κάτω από δέκα χρονώνε- έχουνε κινητό τηλέφωνο, ηλεκτρονικό υπολογιστή και είναι στο Facebook!

Βεβαίως όλοι πιστεύουμε και ελπίζουμε ότι η νέα σημερινή ψηφιακή γενιά, θα αποδειχθεί καλύτερη από πολλούς σαν και μας και θα διεκδικήσει προσεχώς καλύτερους όρους ζωής. 
Τα παιδιά μας, στ' αλήθεια, είναι το μέλλον του κόσμου.