Το Ιστορικό Αρχείο Κέρκυρας, που σήμερα η επίσημη ονομασία του είναι Γ. Α. Κ. Νομού Κέρκυρας, έχει για το χωριό Λιαπάδες, τις παρακάτω πληροφορίες. Όλα όσα καταχωρούνται σ’ αυτό το κεφάλαιο, είναι πιστή αντιγραφή. Το πολύτιμο αυτό υλικό για το χωριό μας, το βρήκε και το επεξεργάσθηκε ο χωριανός μας, Γεράσιμος (Μάκης) Σπυρ. Νίνος (Δημουλάς).
Παρόλο που εξακολουθούν να εκφράζονται αμφιβολίες ως προς την ορθότητα των αναγραφομένων πληροφοριών του Ιστορικού Αρχείου Κέρκυρας, εντούτοις, είμαστε υποχρεωμένοι να τις αποδεχθούμε, καθώς όποιες άλλες πληροφορίες ακούγονται, στερούνται ακόμη και στοιχειώδους επιβεβαίωσης.
Λιαπάδες
Για την καταγωγή του χωριού μας υπάρχουν δύο διαφορετικές απόψεις, οι οποίες έχουν η κάθε μία τη δική της βάση, αλλά όπως θα δούμε παρακάτω, η άποψη που είναι σωστή είναι η δεύτερη. Το χωριό Λιαπάδες έχει τις ρίζες του στη βυζαντινή έως και μεταβυζαντινή περίοδο. Αυτό όμως που διχάζει τους ιστοριογράφους, είναι ποιοι είναι οι ιδρυτές αυτού του χωριού. Ο Γερμανός αρχαιολόγος Παρτς έχει υποστηρίξει στο παρελθόν, πως το χωριό το ίδρυσαν Λιάπηδες, κάτοικοι του Λιάμπεση, της χώρας των Ακροκεραυνίων, μέχρι των εκβολών της Βοϊούσης. Αμέσως όμως, μεγάλοι ιστοριογράφοι ανακαλύπτουν την πραγματικότητα και τέλος διαψεύδουν τον Παρτς, που σύνδεσε το όνομα Λιαπάδες με το όμοιο (γραμματικά όμως μόνο) Λιάπηδες. Ιστοριογράφοι λοιπόν όπως ο Κολλάς, ο Κάρολος Κλήμης, κ.ά., υποστήριξαν πως τη βυζαντινή έως και μεταβυζαντινή περίοδο, μία σχετικά μικρή ομάδα θαλασσινών αποφάσισε να σταματήσει να ζει μέσα στη θάλασσα και να εγκατασταθεί στη στεριά. Το μέρος αυτό όμως, θα έπρεπε να είναι παραλιακό. Έτσι λοιπόν εγκαταστάθηκαν σε μία παραλία βορειοδυτικά της Κέρκυρας, στη σημερινή Παλαιοκαστρίτσα. Τώρα αμέσως καταλαβαίνουμε, ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν πειρατές ή ψαράδες, αφού μεγάλωσαν και είχαν ζήσει μέχρι τότε μέσα στη θάλασσα. Και πόσο μάλλον, αφού αποφάσισαν να φτιάξουν το χωριό σε παραλία, μέρος πάρα πολύ επικίνδυνο εκείνα τα χρόνια από τους πειρατές. Έτσι καταλήγουμε στο ότι, για να μη φοβούνται τους πειρατές, τότε και αυτοί ήταν κάτι παρόμοιο.
Οι θαλασσοδαρμένοι εκείνα τα χρόνια, λέγονταν Αλίπλακτοι, που ήταν λέξη της αρχαίας Δωρικής διαλέκτου, η οποία ήταν ακόμη διαδεδομένη στην κερκυραϊκή ύπαιθρο. Θαλασσοδαρμένοι, δηλαδή Αλίπλακτοι, εννοούνταν οι πειρατές. Άνθρωποι μεγαλωμένοι με τους νόμους της θάλασσας. Σκληραγωγημένοι και με βάρβαρα χαρακτηριστικά, όπως μέσα από μαρτυρίες βλέπουμε ότι έτσι ακριβώς ήταν και οι καινούριοι αυτοί άποικοι. Η παραλία ονομάσθηκε Αλίπλα. Όνομα που δόθηκε ως παρανόμι στους ξένους αυτούς θαλασσινούς από τους υπόλοιπους Κερκυραίους, που πλέον τους αναγνώριζαν με το όνομα Αλίπλακτοι, αφού ζούσαν στην Αλίπλα, δηλαδή το χωριό των θαλασσινών. Με την πάροδο του χρόνου, και χάρις στην κερκυραϊκή προφορά, το όνομα Αλίπλα έγινε Αλίπα και οι κάτοικοι τώρα ονομάζονται Αλιπάδες. Είναι η περίοδος που σε όλα τα χωριά της Κέρκυρας δημιουργούνται τοπωνύμια και τελικά αρχίζουν να δημιουργούνται τα ονόματά τους, με κατάληξη (στα πιο πολλά από αυτά), στο κερκυραίικο χαρακτηριστικό …άδες. Έτσι τελικά, οι Αλιπάδες με τον καιρό γίνονται Λιαπάδες. Όνομα που επίσης παίρνει και το χωριό. Όμως, το όνομα Αλίπλα παραμένει ακόμα στην περιοχή, παρόλο που έχουν περάσει αιώνες από τότε που παραμερίσθηκε σαν χαρακτηριστική ονομασία αυτών των ανθρώπων. Εικάζεται, μέσα από διάφορα στοιχεία, ότι στην περιοχή της Παλαιοκαστρίτσας υπήρχαν διασκορπισμένα χωριουδάκια, τα οποία ιδρύθηκαν τον ίδιο αιώνα με τους Λιαπάδες. Οι συχνές επιδρομές όμως των πειρατών, που συνεπάγονταν λεηλασίες, βιασμούς, σκοτωμούς, ανάγκασαν τους πληθυσμούς να αποχωρήσουν από αυτή την τοποθεσία. Έτσι και οι Λιαπαδίτες έφυγαν από το χωριό τους, ψάχνοντας για ένα μέρος που να είναι κοντά στη θάλασσα, αλλά και μακριά απ’ αυτήν. Ένα μέρος που να είναι δύσβατο για τους πειρατές. Τελικά βρήκαν αυτό που έψαχναν, πάνω σ’ ένα λόφο πίσω από τη θάλασσα. Πάνω στην πλαγιά αυτού του λόφου υπάρχει ένα μεγάλο κοίλωμα, το οποίο ήταν τέλειο για την προστασία τους. Έτσι λοιπόν το χωριό ξαναστήθηκε εκεί. Το μέρος αυτό -ακόμα και σήμερα- σου δίνει την αίσθηση του παρελθόντος, με τα καγκελόφραχτα παράθυρα, τους στενούς δρόμους… ! Παρόλα αυτά, το χωριό δε γλίτωσε τις επιδρομές. Οι πειρατές από την Αλγερία, οι Αλτζερίνοι όπως τους έλεγαν, ανακάλυψαν το νέο χωριό. Οι επιδρομές ξαναρχίσανε. Τώρα όμως το χωριό είχε ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Εκεί υπήρχε ένα Ενετικό φυλάκιο. Έτσι οι χωριανοί, μαζί με τους στρατιώτες, απέκρουαν ενωμένοι τον επιδρομέα. Παρόλο που τώρα πια ο εχθρός δεν ήταν τόσο δυνατός, στο τέλος πάντα κατάφερνε να αφήνει τα σημάδια του και να δείχνει ότι ακόμα ήταν υπολογίσιμος. Έκαιγαν σπίτια, εκκλησίες, άρπαζαν γυναικόπαιδα... Χαρακτηριστική είναι η ιστορία μιας γυναίκας που ήταν στο χτήμα της, στην περιοχή “κτήματα” και ξαφνικά άκουσε φωνές και κλάματα στο χωριό. Τότε τρόμαξε και πήγε να δει τι συμβαίνει, όταν στο δρόμο συνάντησε τους Αλτζερίνους. Εν τω μεταξύ, οι Αλτζερίνοι μόλις είχαν λεηλατήσει και κάψει την εκκλησία της Αγίας Θέκλας, που ήταν μακριά από τον οικισμό. Είχαν κλέψει την καμπάνα, προκαλώντας και καταστροφές στο καμπαναριό του Ναού. Όταν είδαν τη γυναίκα μπροστά τους, χωρίς να χάσουν καιρό, της φόρτωσαν την καμπάνα και την ανάγκασαν να την κουβαλήσει μέχρι το καράβι τους, και μετά, αφού τη σκότωσαν, πέταξαν το πτώμα της. Όλα αυτά τα γεγονότα είχαν φοβίσει πάρα πολύ τους κατοίκους του χωριού, γιατί τέτοιες σκηνές ήταν συχνότατες. Έτσι είχαν μάθει να είναι όλοι μαζί ενωμένοι και να κάνουν αν χρειασθεί τις μεγαλύτερες θυσίες, προκειμένου να σώσουν το χωριό. Παράδειγμα τρομερό είναι αυτή η ιστορία... Όταν ερχόντουσαν οι Αλτζερίνοι, έκρυβαν το καράβι τους σε μία σπηλιά για να μη φαίνεται. Αυτή η σπηλιά είναι στο ακρωτήρι στον Άγιο Ηλιόδωρο (Λινιόδωρος). Όταν τους έπαιρναν είδηση οι χωρικοί, έτρεχαν να κρυφτούν σε μία μεγάλη φυσική κρυψώνα που υπάρχει στο χωριό. Ήταν ένας μεγάλος υπόνομος που λεγόνταν ως “Χαραμός του Δεκάρα”. Οι χωρικοί κρύβονταν εκεί μέσα και οι πειρατές που περνούσαν από πάνω, δεν τους έπαιρναν χαμπάρι. Για να μη φαίνεται η είσοδος, την σκέπαζαν με ξύλα, πέτρες, κ.ά. Μία φορά όμως, ένα μωρό ξαφνικά άρχισε να κλαίει ασταμάτητα, την ώρα που περνούσαν από πάνω οι πειρατές. Τότε, η ίδια η μάνα του αναγκάστηκε να το σκοτώσει για να μην προδώσει με το κλάμα του το χωριό. Αυτό ήταν το δράμα που ζούσαν αρκετά συχνά στο χωριό, γιατί αυτή δεν είναι η μόνη τραγική ιστορία μέσα σε τόσους αιώνες. Φυσικά και οι Ενετοί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να σώσουν την κατάσταση, εκτός από μερικές περιόδους. Οι χωρικοί δεν εμπιστεύονταν πια την ασφάλειά τους στους στρατιώτες, και γι’ αυτό το λόγο προσπαθούσαν να οργανώνονται από μόνοι τους, για να σώζουν όταν χρειάζεται το χωριό τους. Το χωριό άρχισε να δημιουργεί αρχεία κατά τον 17ο αιώνα. Φυσικά υπάρχουν και παλαιότερα έγγραφα, αλλά από εκείνη την εποχή έχουμε όλα τα οργανωμένα κτηματολόγια, τις ληξιαρχικές πράξεις, κ.λπ. Από τα κτηματολόγια βλέπουμε ότι οι Λιαπάδες ήταν πάντα ένα μεγάλο χωριό, κεφαλοχώρι όπως συνηθίζονταν να λέγεται και οι κάτοικοί τους είχανε μεγάλες περιουσίες. Στα αρχεία της Κέρκυρας έχουμε αναφορές σε μεγάλες εκτάσεις με ονομασίες όπως: Αγαθάτικα, Νινάτικα, Μποζικάτικα, Ρεπουλιάτικα, Παγιατάτικα, Χαλκιαδάτικα, Παπαδοπουλάτικα, κ.λπ. Από τον 17ο αιώνα λοιπόν, αρχίζουμε να γνωρίζουμε περισσότερα πράγματα, γιατί από τότε γίνονται διάφορες απογραφές των κατοίκων, οι ιερείς κρατάνε πρακτικά από γεννήσεις, βαπτίσεις, γάμους και κηδείες. Σημαντικό ρόλο πάνω σε αυτό το θέμα έπαιξε, από το 1752 έως το 1775, η απόφαση του Βενετσάνου Προνοητή Της Θάλασσας, Agostin Sagredo. Αυτός ήταν ο εκπρόσωπος της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας στην Κέρκυρα, και είχε ασχοληθεί πάρα πολύ με τα τοπικά έγγραφα και τα Ινβετάρια όλων των εκκλησιών, τα οποία φυσικά γραφτήκανε στα λατινικά. Έτσι λοιπόν καταφέρανε να μείνουν γραμμένα πολλά ονόματα που δεν υπάρχουν τώρα πια. Πιο συγκεκριμένα, σε μία απογραφή του 1675 αναφέρονται 93 οικογένειες. Το χωριό αριθμούσε 708 κατοίκους. Αναλυτικότερα, οι οικογένειες που υπήρχαν, ήταν οι ως εξής:
Οι θαλασσοδαρμένοι εκείνα τα χρόνια, λέγονταν Αλίπλακτοι, που ήταν λέξη της αρχαίας Δωρικής διαλέκτου, η οποία ήταν ακόμη διαδεδομένη στην κερκυραϊκή ύπαιθρο. Θαλασσοδαρμένοι, δηλαδή Αλίπλακτοι, εννοούνταν οι πειρατές. Άνθρωποι μεγαλωμένοι με τους νόμους της θάλασσας. Σκληραγωγημένοι και με βάρβαρα χαρακτηριστικά, όπως μέσα από μαρτυρίες βλέπουμε ότι έτσι ακριβώς ήταν και οι καινούριοι αυτοί άποικοι. Η παραλία ονομάσθηκε Αλίπλα. Όνομα που δόθηκε ως παρανόμι στους ξένους αυτούς θαλασσινούς από τους υπόλοιπους Κερκυραίους, που πλέον τους αναγνώριζαν με το όνομα Αλίπλακτοι, αφού ζούσαν στην Αλίπλα, δηλαδή το χωριό των θαλασσινών. Με την πάροδο του χρόνου, και χάρις στην κερκυραϊκή προφορά, το όνομα Αλίπλα έγινε Αλίπα και οι κάτοικοι τώρα ονομάζονται Αλιπάδες. Είναι η περίοδος που σε όλα τα χωριά της Κέρκυρας δημιουργούνται τοπωνύμια και τελικά αρχίζουν να δημιουργούνται τα ονόματά τους, με κατάληξη (στα πιο πολλά από αυτά), στο κερκυραίικο χαρακτηριστικό …άδες. Έτσι τελικά, οι Αλιπάδες με τον καιρό γίνονται Λιαπάδες. Όνομα που επίσης παίρνει και το χωριό. Όμως, το όνομα Αλίπλα παραμένει ακόμα στην περιοχή, παρόλο που έχουν περάσει αιώνες από τότε που παραμερίσθηκε σαν χαρακτηριστική ονομασία αυτών των ανθρώπων. Εικάζεται, μέσα από διάφορα στοιχεία, ότι στην περιοχή της Παλαιοκαστρίτσας υπήρχαν διασκορπισμένα χωριουδάκια, τα οποία ιδρύθηκαν τον ίδιο αιώνα με τους Λιαπάδες. Οι συχνές επιδρομές όμως των πειρατών, που συνεπάγονταν λεηλασίες, βιασμούς, σκοτωμούς, ανάγκασαν τους πληθυσμούς να αποχωρήσουν από αυτή την τοποθεσία. Έτσι και οι Λιαπαδίτες έφυγαν από το χωριό τους, ψάχνοντας για ένα μέρος που να είναι κοντά στη θάλασσα, αλλά και μακριά απ’ αυτήν. Ένα μέρος που να είναι δύσβατο για τους πειρατές. Τελικά βρήκαν αυτό που έψαχναν, πάνω σ’ ένα λόφο πίσω από τη θάλασσα. Πάνω στην πλαγιά αυτού του λόφου υπάρχει ένα μεγάλο κοίλωμα, το οποίο ήταν τέλειο για την προστασία τους. Έτσι λοιπόν το χωριό ξαναστήθηκε εκεί. Το μέρος αυτό -ακόμα και σήμερα- σου δίνει την αίσθηση του παρελθόντος, με τα καγκελόφραχτα παράθυρα, τους στενούς δρόμους… ! Παρόλα αυτά, το χωριό δε γλίτωσε τις επιδρομές. Οι πειρατές από την Αλγερία, οι Αλτζερίνοι όπως τους έλεγαν, ανακάλυψαν το νέο χωριό. Οι επιδρομές ξαναρχίσανε. Τώρα όμως το χωριό είχε ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Εκεί υπήρχε ένα Ενετικό φυλάκιο. Έτσι οι χωριανοί, μαζί με τους στρατιώτες, απέκρουαν ενωμένοι τον επιδρομέα. Παρόλο που τώρα πια ο εχθρός δεν ήταν τόσο δυνατός, στο τέλος πάντα κατάφερνε να αφήνει τα σημάδια του και να δείχνει ότι ακόμα ήταν υπολογίσιμος. Έκαιγαν σπίτια, εκκλησίες, άρπαζαν γυναικόπαιδα... Χαρακτηριστική είναι η ιστορία μιας γυναίκας που ήταν στο χτήμα της, στην περιοχή “κτήματα” και ξαφνικά άκουσε φωνές και κλάματα στο χωριό. Τότε τρόμαξε και πήγε να δει τι συμβαίνει, όταν στο δρόμο συνάντησε τους Αλτζερίνους. Εν τω μεταξύ, οι Αλτζερίνοι μόλις είχαν λεηλατήσει και κάψει την εκκλησία της Αγίας Θέκλας, που ήταν μακριά από τον οικισμό. Είχαν κλέψει την καμπάνα, προκαλώντας και καταστροφές στο καμπαναριό του Ναού. Όταν είδαν τη γυναίκα μπροστά τους, χωρίς να χάσουν καιρό, της φόρτωσαν την καμπάνα και την ανάγκασαν να την κουβαλήσει μέχρι το καράβι τους, και μετά, αφού τη σκότωσαν, πέταξαν το πτώμα της. Όλα αυτά τα γεγονότα είχαν φοβίσει πάρα πολύ τους κατοίκους του χωριού, γιατί τέτοιες σκηνές ήταν συχνότατες. Έτσι είχαν μάθει να είναι όλοι μαζί ενωμένοι και να κάνουν αν χρειασθεί τις μεγαλύτερες θυσίες, προκειμένου να σώσουν το χωριό. Παράδειγμα τρομερό είναι αυτή η ιστορία... Όταν ερχόντουσαν οι Αλτζερίνοι, έκρυβαν το καράβι τους σε μία σπηλιά για να μη φαίνεται. Αυτή η σπηλιά είναι στο ακρωτήρι στον Άγιο Ηλιόδωρο (Λινιόδωρος). Όταν τους έπαιρναν είδηση οι χωρικοί, έτρεχαν να κρυφτούν σε μία μεγάλη φυσική κρυψώνα που υπάρχει στο χωριό. Ήταν ένας μεγάλος υπόνομος που λεγόνταν ως “Χαραμός του Δεκάρα”. Οι χωρικοί κρύβονταν εκεί μέσα και οι πειρατές που περνούσαν από πάνω, δεν τους έπαιρναν χαμπάρι. Για να μη φαίνεται η είσοδος, την σκέπαζαν με ξύλα, πέτρες, κ.ά. Μία φορά όμως, ένα μωρό ξαφνικά άρχισε να κλαίει ασταμάτητα, την ώρα που περνούσαν από πάνω οι πειρατές. Τότε, η ίδια η μάνα του αναγκάστηκε να το σκοτώσει για να μην προδώσει με το κλάμα του το χωριό. Αυτό ήταν το δράμα που ζούσαν αρκετά συχνά στο χωριό, γιατί αυτή δεν είναι η μόνη τραγική ιστορία μέσα σε τόσους αιώνες. Φυσικά και οι Ενετοί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να σώσουν την κατάσταση, εκτός από μερικές περιόδους. Οι χωρικοί δεν εμπιστεύονταν πια την ασφάλειά τους στους στρατιώτες, και γι’ αυτό το λόγο προσπαθούσαν να οργανώνονται από μόνοι τους, για να σώζουν όταν χρειάζεται το χωριό τους. Το χωριό άρχισε να δημιουργεί αρχεία κατά τον 17ο αιώνα. Φυσικά υπάρχουν και παλαιότερα έγγραφα, αλλά από εκείνη την εποχή έχουμε όλα τα οργανωμένα κτηματολόγια, τις ληξιαρχικές πράξεις, κ.λπ. Από τα κτηματολόγια βλέπουμε ότι οι Λιαπάδες ήταν πάντα ένα μεγάλο χωριό, κεφαλοχώρι όπως συνηθίζονταν να λέγεται και οι κάτοικοί τους είχανε μεγάλες περιουσίες. Στα αρχεία της Κέρκυρας έχουμε αναφορές σε μεγάλες εκτάσεις με ονομασίες όπως: Αγαθάτικα, Νινάτικα, Μποζικάτικα, Ρεπουλιάτικα, Παγιατάτικα, Χαλκιαδάτικα, Παπαδοπουλάτικα, κ.λπ. Από τον 17ο αιώνα λοιπόν, αρχίζουμε να γνωρίζουμε περισσότερα πράγματα, γιατί από τότε γίνονται διάφορες απογραφές των κατοίκων, οι ιερείς κρατάνε πρακτικά από γεννήσεις, βαπτίσεις, γάμους και κηδείες. Σημαντικό ρόλο πάνω σε αυτό το θέμα έπαιξε, από το 1752 έως το 1775, η απόφαση του Βενετσάνου Προνοητή Της Θάλασσας, Agostin Sagredo. Αυτός ήταν ο εκπρόσωπος της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας στην Κέρκυρα, και είχε ασχοληθεί πάρα πολύ με τα τοπικά έγγραφα και τα Ινβετάρια όλων των εκκλησιών, τα οποία φυσικά γραφτήκανε στα λατινικά. Έτσι λοιπόν καταφέρανε να μείνουν γραμμένα πολλά ονόματα που δεν υπάρχουν τώρα πια. Πιο συγκεκριμένα, σε μία απογραφή του 1675 αναφέρονται 93 οικογένειες. Το χωριό αριθμούσε 708 κατοίκους. Αναλυτικότερα, οι οικογένειες που υπήρχαν, ήταν οι ως εξής:
Αγάθος (18), Μάζης (14), Μποζίκης (8), Παγιάτης (6), Παπαδόπουλος (5), Σταυράτος (5), Νίνος (4), Μαυροειδής (4), Χαλικιάς (4), Αυλωνίτης (3), Ρεπούλιος (3), Γκίνης (2), Κήπας (2), Μουμούρης (2), Αιγύπτιος (1), Είπας (1), Ίπας (1), Κοκοβής (1), Κονταράτος (1), Κοσμάς (1), Λευτέρης (1).
Απ’ όλα αυτά τα επίθετα, που στο σύνολό τους είναι 28, σήμερα υπάρχουν μόνο 8.
Κατά τις αρχές του 18ου αιώνα, προστέθηκαν στο χωριό άλλα 4 επίθετα. Αυτά είναι: Κορακιανίτης, Γουλής, Λεπενιώτης και πιο αργότερα Μιχαήλ.
Φυσικά σήμερα, μετά από πάρα πολλές μετακινήσεις ανθρώπων προς το χωριό (πρόσφυγες του 1922, γάμοι από ξένα μέρη και γενικότερα εγκατάσταση αλλοδαπών), τα επίθετα που υπάρχουν είναι πάρα πολλά και εντελώς ξένα προς την ιστορική παράδοση των Λιαπάδων. Το έτος 1797 τελειώνει η περίοδος διακυβέρνησης των Εφτανησίων από τους Ενετούς και έρχονται οι Γάλλοι του Ναπολέοντα. Οι Γάλλοι, το πρώτο πράγμα που έκαναν, ήταν να ξαναεπισκευάσουν τις φρουριακές και αμυντικές εγκαταστάσεις που υπήρχαν τότε. Έτσι λοιπόν τοποθέτησαν ένα μακρύ κανόνι έξω από το μοναστήρι της Παλαιοκαστρίτσας, απέναντι από τις ακτές του χωριού και πιο συγκεκριμένα απέναντι από την τοποθεσία “Βάρδια”. Οι Γάλλοι είχαν φρουρά στο μοναστήρι και το Αγγελόκαστρο και επικοινωνούσαν στην πόλη με οπτικό τηλέγραφο, ο οποίος ήταν στημένος τσου Λιαπάδες, σ’ ένα συγκεκριμένο ύψωμα. Φτάνουμε στο έτος 1814 όπου έρχονται οι Άγγλοι (για τους Ρώσους δεν υπάρχει κανένα στοιχείο). Εκείνη την εποχή, στο χωριό δεν έχουμε τίποτα το ιδιαίτερο, εκτός από τα επίσημα πλέον πρακτικά για κάθε εκκλησιαστική ή προεδρική κίνηση ή απόφαση.
Το έτος 1922, που είναι το έτος της μεγάλης εθνικής καταστροφής, έρχονται στο χωριό 8 πρόσφυγες από τη Σμύρνη (άλλα στοιχεία δεν υπάρχουν γι’ αυτούς τους ανθρώπους). Μετά τους παγκόσμιους πολέμους, αρχίζει πλέον η σύγχρονη ιστορία του χωριού. Αρχίζει η προσπάθεια εκσυγχρονίσεως των τρόπων και των μέσων παραγωγής. Δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στη μάθηση και στα γράμματα. Δημιουργούνται καινούρια σχολεία, ιδρύονται σύλλογοι - συνεταιρισμοί στους οποίους γίνονται πολλές δωρεές, λόγω της ανάγκης για δημιουργία που υπάρχει εκείνη τη μεταβατική περίοδο. Το χωριό παύει να ζει από την κτηνοτροφία, την ελαιοκαλλιέργεια και το ψάρεμα. Τώρα πια υπάρχει ο τουρισμός που έχει σημάνει και την αρχή του τέλους κάθε μορφής παραδοσιακού πολιτιστικού στοιχείου.
Απογραφές στο χωριό
Στο χωριό δε γνωρίζουμε πολλά πράγματα από απογραφές. Εν τούτοις, είμαστε στη θέση να ξέρουμε, ότι εκτός από το 1675, που αριθμούσε 708 κατοίκους, υπάρχουν άλλες τέσσερις (4) απογραφές:
1920 1.040 κάτοικοι
1928 1.063 κάτοικοι
1940 1.103 κάτοικοι
1951 1.082 κάτοικοι
Τοπωνύμια του χωριού
Στο χωριό Λιαπάδες έχουμε πάρα πολλά χαρακτηριστικά ονόματα σε διάφορες περιοχές, τα γνωστά και ως τοπωνύμια, που το καθένα από αυτά έχει τη δική του ξεχωριστή ιστορία. Μερικά από τα πιο σημαντικά είναι τα παρακάτω:
Ανίκητος: Η τοποθεσία αυτή έχει ταυτισθεί με την άμυνα του χωριού προς τους πειρατές. Εκεί έστηναν καρτέρι οι νέοι του χωριού και πολλές φορές είχαν τη συμπαράσταση των Ενετών στρατιωτών. Η σχεδίαση του εδάφους έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο και οι χωρικοί γνώριζαν καλά το μέρος και τις παγίδες που έκρυβε (πράγμα που δε γνώριζε ο κάθε εχθρός). Έτσι τα κατάφερναν να επιστρέφουν πίσω νικητές. Εκεί, με τη βοήθεια του Θεού, ήταν πάντα ανίκητοι. Αυτός ήταν και ο λόγος που έκτισαν την εκκλησία που είναι αφιερωμένη στους πολεμιστές Άγιους Θεόδωρους. Εκεί από τότε, είναι χτισμένο και ένα ενετικό πηγάδι με καμάρα.
Βάρδια: Η Βάρδια είναι ένα ύψωμα απέναντι από το μοναστήρι της Παλαιοκαστρίτσας, μεγάλης στρατηγικής σημασίας για την άμυνα της περιοχής. Σε αυτό το μέρος υπήρχαν στρατιώτες για να παρατηρούν την περιοχή. Κάθε ομάδα στρατιωτών άλλαζε βάρδια σε τακτά χρονικά διαστήματα. Έτσι το μέρος αυτό ονομάσθηκε Βάρδια.
Γλυκό: Το Γλυκό είναι μία μικρή παραλία περιτριγυρισμένη από βράχια.Όταν βρέχει, οι βράχοι συγκρατούν το νερό της βροχής. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να διοχετεύεται σιγά-σιγά το βρόχινο νερό στην παραλία αυτή και σε συνάρτηση με τα υπόγεια ρεύματα που υπάρχουν στο μέρος αυτό, έτσι το νερό στην παραλία αυτή, πολλές φορές έχει μία γλυκόπικρη γεύση και είναι πάντοτε καθαρό.
Δεντρούλια: Πίσω από τον καθεδρικό ναό του χωριού, το ναό της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας, υπήρχε ένα μεγάλο χτήμα που ανήκε στο ναό. Εκεί ήταν φυτεμένες μικρές ελιές και διάφορα άλλα μικρά δέντρα. Πιο πολλές όμως ήταν οι ελιές. Έτσι λοιπόν το μέρος αυτό ονομάσθηκε Δεντρούλια.
Κάμποι: Έξω από το τότε χωριό, υπήρχε μία μεγάλη πεδιάδα πολύ εύφορη. Εκεί ήταν τα καλύτερα χωράφια του χωριού. Αυτή η πεδιάδα υπάρχει ακόμα σήμερα, αλλά είναι ολόκληρη σχεδόν χτισμένη. Οι κάμποι, με την πάροδο του χρόνου, έγιναν “Σκάμποι” και σήμερα είναι η προέκταση του χωριού προς τα βορειοδυτικά.
Κουρκουλή: Η Κουρκουλή είναι μία κορυφή με υψόμετρο 363 μέτρα και βρίσκεται νότια έως νοτιοανατολικά του χωριού. Μάλιστα στην κορυφή αυτή, ο Άγγλος Benza την ονομάζει Kukkulos (όνομα που σώζεται μέχρι σήμερα), και ο τότε αγγλικός στρατιωτικός χάρτης την γράφει “Gucculi”. Εκεί έμεναν οι Κουρκουλαίοι, άγνωστο από ποια ιστορική περίοδο και είχαν δημιουργήσει ένα μικρό οικισμό. Όταν έφυγαν οι Λιαπαδίτες από την “Αλίπα” και εγκαταστάθηκαν στη νέα τους περιοχή, ήρθαν αντιμέτωποι με τους Κουρκουλαίους και έπρεπε να πολεμήσουν οι μεν τους δε, για να επικρατήσει τελικά κάποιος στην περιοχή. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν να επικρατήσουν οι Λιαπαδίτες που ήταν περισσότεροι και πιο πολεμοχαρείς από τους Κουρκουλαίους. Έτσι οι Κουρκουλαίοι μετώκησαν κοντά στο Αγγελόκαστρο, στο χωριό Μακράδες.
Καθεδρικός Ναός Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας (Φ. Αρ. 337)
Καθεδρικός Ναός Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας (Φ. Αρ. 337)
Ο Ναός της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας, είναι ο καθεδρικός Ναός του χωριού Λιαπάδες. Είναι χτισμένος στην κεντρική πλατεία του χωριού. Είναι επιβλητικός, χτισμένος σε ρυθμό βασιλικής χωρίς τρούλο. Η Ουρανία (οροφή) του ναού, είναι αγιογραφημένη πάνω σε αναγεννησιακό ρυθμό ή όπως αλλιώς ονομάζεται, σε ρυθμό μπαρόκ. Το τέμπλο είναι μεγαλοπρεπές, φτιαγμένο από μάρμαρο. Πάνω από την εικόνα της Αγίας Αναστασίας, είναι χαραγμένη η εξής επιγραφή: “ΕΚΜ. ΜΡ. ΤΖΡ. ΠΞ Ν 1803”.
Το καμπαναριό είναι μεταγενέστερο του ναού, φτιαγμένο το 1797. Ο ναός είναι ανακαινισμένος πολλές φορές, με αποκορύφωμα τα μέσα του 20ού αιώνα, που αλλάχθηκαν τα δάπεδα, τοποθετήθηκαν καινούρια στασίδια και έγιναν αρκετές σοβαρές εργασίες. Τα επίσημα πρακτικά του ναού ξεκινάνε από τις αρχές του 1700, αν και ο ναός είναι κτισμένος στα μέσα του 1600, δηλαδή στα μέσα του 17ου αιώνα (1600-1650). Το Ιβεντάριο του ναού, το υπογράφει ο Agostin Sagredo. Το βιβλίο αυτό, ξεκινά γράφοντας κατά λέξη: “… μετά από απόφαση και σέβως προς τις Ρωμαϊκές εκκλησίες, στο έκτο κατά δύναμη χωριό της Κέρκυρας, διατάσσεται να αναφερθούν οι υπάρχουσες εκκλησίες, ήτοι: Αγία Αναστασία, Υ.Θ. Οδηγήτρια, Άγιοι Θεόδωροι, Αγία Θέκλα”. Έτσι αποφασίζεται στις 6 Ιουλίου των Ε.Ν. “… να δημιουργηθεί ένα βιβλίο (όπως συνηθίζεται και στη χώρα), για να γράφεται η κάθε κουμεσιά και η κατά καιρούς διαδοχή, και αυτό γίνεται για το καλύτερο σέβως προς τον Θεό” . (Από αυτήν την παράγραφο, βλέπουμε ότι τότε ακόμα δεν υπήρχαν επίσημα οι ναοί της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας και του Αγίου Νικολάου). Έτσι λοιπόν δημιουργούνται:
1) Ένα 200φυλλο βιβλίο, μοιρασμένο σε τρία μέρη, που περιγράφει το Ιβεντάριο των ιερών σκευών και την αναγραφή των εσόδων.
2) Ένα βιβλίο που περιγράφει την παραγωγή κρασιών, λαδιών, σιταριού, κ.λπ.
3) Έξοδα του ναού.
Στο τέλος των κουμεσιών -που κρατούσαν δύο χρόνια- τα βιβλία αυτά παραδίδονταν στους νέους εκλεγμένους διαδόχους. Στο Ιβεντάριο έχουμε την υπογραφή του Agostin Sagredo το 1752 και ξεκινάει το έγγραφο του Βενετού αξιωματούχου, με τον εξής τίτλο: “I Ivo Belia Chanta Santa Anastasia Eiuta Liapades“. Μέσα στο κείμενο του A. Sagredo, έχουμε έναν κατάλογο με την περιουσία του ναού. Έχουμε λοιπόν το 1752:
1. Καντήλια ασημένια (98)
2. Ένας δίσκος ασημένιος
3. Ένας Σταυρός ασημένιος
4. Ένα θυμιατό ασημένιο
5. Ένα σήμαντρο σιδερένιο (το καμπαναριό είναι του 1797)
6. Ένα ποτήριο ασημένιο
7. Ένα Ευαγγέλιο ασημένιο (κόκκινο με φιγούρες ασημένιες: μία παντιέρα με δύο φιάμολες)
8. Ένα φελόνι με τα Ιερά
9. Βιβλία (14)
Ακόμα, στο ναό ανήκαν: ένα λουτρουβιό και 1.346 ρίζες ελιές. Αργότερα, σε μετέπειτα βιβλία που έχουν γραφτεί, έχουμε έναν καινούριο θεσμό σε όλους τους ναούς: είναι οι κυβερνήτες των ναών.
Για το ναό της Αγίας Αναστασίας, ξέρουμε μερικούς κυβερνήτες και επιτρόπους από τον 19ο αιώνα, που είναι οι εξής:
1. Θεόδωρος Αγάθος: Επίτροπος από 1801 έως 1803
2. Σπυρίδων Νίνος, Σταμάτης Ρεπούλιος, Γιωργάκης Αγάθος: Επίτροποι από 5 Οκτωβρίου 1805 έως το 1807
3. Γιάννης Μάζης του Αναστασίου, Στέλιος Αγάθος: Επίτροποι από το 1807.
Οι ανώτεροι άρχοντες του ναού ήταν:
Αθανάσιος Μποζίκης - Δημήτριος Αγάθος, “Μετοχιούντες ακόμα τους Αγίους Θεοδώρους και την Αγία Θέκλα”, 30 Νοεμβρίου 1806 έως 29 Δεκεμβρίου 1808.
Όμως ο ναός είχε να αντιμετωπίσει αρκετά και μεγάλα προβλήματα. Οι διάφορες εκκλησιαστικές επιτροπές, έπρεπε με κάθε τρόπο να καταφέρνουν να σώζουν την περιουσία των ναών, από διάφορους κατοίκους του χωριού, που προσπαθούσαν να καταχραστούν με κάθε μέσο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Ιωάννη Μάζη το 1805, ο οποίος δημιουργεί ένα πρόβλημα με τα πάχτα που είχε πάρει από το ναό και μετά δεν τα επέστρεφε ξανά πίσω. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αποφασιστεί από το συμβούλιο του ναού (κουμεσία) να παχτωθούν στον Ιωάννη Νίνο του Αθανασίου, οι ελιές για δύο χρόνια και μετά να επιστραφούν ξανά πίσω. Μάρτυρες του συμβολαίου είναι οι:
1. Θεόδωρος Παγιάτης Ιερεύς
2. Αντώνης Αρμένης
3. Dabakas Izason
Υπογράφει ο Andrea Karatjey Nazor.
Το 1811, το Μαγγιστράτο (βουλευτήριο των Εφτανήσων), αλλά και οι αρχές του νησιού, στέλνουν στο ναό έναν κατάλογο με νόμους, οι οποίοι αναφέρονται εις την παχτωσιά.
Συγκεκριμένα:
1. Η παχτωσιά θα κρατάει 4 χρόνια
2. Θα υπάρχουν 3 ινκάντα
3. Μετά την παχτωσιά, ο παχτωνάρης θα είναι ελεύθερος, υπό τον όρο να έχει πληρώσει και να μη χρωστάει.
4. Τα χτήματα πρέπει να είναι καθαρά. Ο νέος παχτωνάρης πρέπει να λαμβάνει από τον παλιό όλα τα χτήματα σε καλή κατάσταση.
5. Ο παχτωνάρης πρέπει να προσέχει το πάχτο.
Ακόμα, το ίδιο έτος 1811, ο υπουργός της διοικήσεως αποφασίζει:
1. Την Κυριακή 13 Νοεμβρίου, θα γίνει σύναξη στην εκκλησία
2. Στη σύναξη θα προεδρεύει ο προεστός του χωριού
3. Μέσα σε 8 ημέρες, οι κυβερνήτες του ναού θα κάνουν κατάλογο όλων των συναδέλφων.
4. Οι συνάδελφοι πρέπει να είναι πάνω από 18 ετών και να μη χρωστούν στην εκκλησία.
Στο κοιμητήριο του ναού της Αγίας Αναστασίας, έθαβαν τους νεκρούς τους οι πιο προνομιούχες οικογένειες του χωριού. Γενικότερα οι οικογένειες αυτές αποτελούνταν από τους Αγαθάτες, τους Παγιατάτες (οι πιο πολλοί Παγιατάτες ήταν ιερείς), τους Παπαδοπουλάτες.
Αργότερα, μέσα στα πρακτικά του ναού γράφτηκε ένας κατάλογος με τα μεγαλύτερα επώνυμα, τοποθετημένα κατά δύναμη. Ο κατάλογος γράφτηκε στις αρχές του 20ου αιώνα και είναι ο εξής:
· Αγαθάτες
· Μποζικάτες
· Μαζάτες
· Παγιατάτες
· Νινάτες
· Χαλκιαδάτες
· Ρεπουλιάτες
· Γουλιάτες
· Μαυροϊδάτες
· Παπαδοπουλάτες
Αγία Αναστασία η Ρωμαία (Φ. Αρ. 338)
Για το ναό της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας, δεν έχουν σωθεί στοιχεία που να μας βοηθήσουν να μάθουμε διάφορα πράγματα που αφορούν το συγκεκριμένο ναό. Και στο Ιβεντάριο αυτού του ναού, υπάρχει η υπογραφή του Βενετού Agostin Sagredo. Παρόλο που αυτός ο ναός είναι πάρα πολύ μακριά από τον οικισμό, και από παλιά δεν είχε τις ίδιες δωρεές και την ίδια περιουσία με τους μεγαλύτερους και κεντρικότερους ναούς, εν τούτοις δεν έλειπαν και από εδώ τα προβλήματα με τα πάχτα. Το αποκορύφωμα της όλης ιστορίας αυτής, ήταν το έτος 1813, όπου ο πρόεδρος και ο κυβερνήτης του ναού, Αναστάσιος Μποζίκης του Αλεξάνδρου, είχαν σημειώσει μερικά γεγονότα για τα οποία υπαίτιος ήταν ο πρόεδρος του χωριού. Έτσι λοιπόν ο Αναστάσιος Μποζίκης εσήμανε την καμπάνα στις 14:21 και κάλεσε τον κόσμο στη μέση του χωριού, για να κηρύξει τον προπηλακισμό που δέχθηκε από τον πρόεδρο, για την περιουσία του ναού. Τότε ο πρόεδρος έκρινε σωστό να ενημερώσει με επιστολή τον υπουργό της διοικήσεως που ήδη είχε εμπλακεί στο θέμα, με τα πάχτα του καθεδρικού ναού του χωριού. Έτσι λοιπόν ο υπουργός, στις 7 του Μάη του 1815, στέλνει και στην επιτροπή του ναού, έναν σχετικό κατάλογο με νόμους που αναφέρονταν στα πάχτα της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας. Το 1819, ο κυρ Σπύρος Αγάθος πάχτωσε όλες τις ελιές του ναού, και στο συμβόλαιο που υπέγραψε, μάρτυρες ήταν οι: Σταμάτης Ρεπούλιος και Αναστάσιος Αγάθος. Αργότερα, κυβερνήτες του ναού γίνονται οι: Αθανάσιος Μποζίκης του ποτέ Ξανθή και Παναγιώτης Γουλής του ποτέ Αντωνίου. Μέσα στο Ιβεντάριο του ναού, ως εκκλησιαστική περιουσία αναγράφονται τα εξής:
1. Ένα ποτήριο
2. Ένας Τίμιος Σταυρός
3. Ένας δίσκος
4. Ένα θυμιατό
5. Πέντε καντήλια
Άγιοι Θεόδωροι (Φ. Αρ-)
Για το ναό των Αγίων Θεοδώρων, τα πράγματα είναι τελείως ασαφή. Δεν υπήρξε αρχείο ή χάθηκε και δεν υπάρχουν συγκεκριμένες έγγραφες πηγές. Η ιστορία του μικρού αυτού ναού συνδέεται με την άμυνα του χωριού, όταν ακόμα κινδύνευε από τις επιδρομές των Αλτζερίνων πειρατών. Αυτό που τώρα πια θυμίζει εκείνα τα συγκλονιστικά χρόνια, είναι το μεγάλο ενετικό πηγάδι που υπάρχει έξω από το ναό. Το επόμενο στοιχείο ακόμα που γνωρίζουμε για το ναό, είναι ότι από το 1804 επίτροποι είναι οι: Σταμάτης Ρεπούλιος, Γεώργιος Αγάθος και Σπυρίδων Νίνος.
Πολύ πιο παλιά, οι Άγιοι Θεόδωροι ήταν όχι απλά ένας μικρός ναός, αλλά ήταν μοναστήρι. Τα κελιά των μοναχών ακόμα σώζονται. Εκεί λοιπόν κατέληγε -όπως γίνεται και τώρα φυσικά- η λιτανεία της εικόνας της Αναστάσεως (έργο του 19ου αιώνα). Αυτή η λιτανεία ήταν και είναι η πιο λαμπρή και μεγαλοπρεπής τελετή που γίνεται στο χωριό και έχει τις ρίζες της στις παλαιότερες εποχές. Μάλιστα, μέχρι και πριν μερικές δεκαετίες, έπαιρναν μέρος με τα φλάμπουρά τους και οι Γαρδελάδες. Αυτή όμως η συμμετοχή έλαβε άδοξο τέλος, μετά από μία παρεξήγηση που δημιουργήθηκε ανάμεσα στα δύο χωριά (ανήμερα της λιτανείας) και κατέληξε σε καυγά. Από τότε, το μόνο που μας θυμίζει τη συμμετοχή των Γαρδελάδων στη λιτανεία αυτή (η οποία γίνεται την Κυριακή των Μυροφόρων), είναι η στάση της πομπής για να γίνει δέηση απέναντι από το ναό του Παντοκράτορα, που ανήκει στη δικαιοδοσία των Γαρδελάδων.
Άγιος Νικόλαος (Φ. Αρ. 339)
Άγιος Νικόλαος (Φ. Αρ. 339)
Για το ναό του Αγίου Νικολάου υπάρχουν οι περισσότερες και αναλυτικότερες πηγές. Ο ναός είναι χτισμένος σε ρυθμό βασιλικής χωρίς τρούλο και πίσω από την ίδρυσή του, υπάρχει η ιστορία των Νίνων και η ταύτιση της ράτσας αυτής με την πορεία του ναού μέσα στο χρόνο. Το Ιβεντάριο του ναού, υπογεγραμμένο το 1753 από τον Agostin Sagredo, μας δίνει πολλά στοιχεία για τα περιουσιακά, καθώς και για το κτηματολόγιο του ναού που είχε χαθεί και ξαναβρέθηκε το 1928. Συγκεκριμένα, το κτηματολόγιο αναφέρει ξεκινώντας:
“1764 Ιανουάριος 15 Κάποιου ερχομένου από το Ιβεντάριο παλαιόν γινόμενο 1655 Μαρτίου 30 της μονής του Αγίου Νικολάου κείμενη εις χωρίον Λιαπάδων, εις τα εισοδήματα και αγαθά όπου προσφέρει εις το παρόν όλα εξικοβισμόνα όσον και αν ταις αφαιρίσαις κι ακουίζα, όπου έγιναν παρά εμού Γεωργίου Σουρέτου επιτρόπου και γιος πατρονάτου της αυτής Μονής εις πίζωσιν και φανέρωσιν των μεταγενεστέρων επιτρόπων της Μονής… ”.
Παρακάτω το κείμενο συνεχίζει, αναφέροντας τις δωρεές που δέχθηκε ο ναός από τους πιστούς. Παρακάτω δίνεται ένα απόσπασμα από τις δωρεές:
“… άφησε η κυρά συμβία του ποτέ Σταματίου Νίνου εις τη Μονή, όλο το μερτικό της, το χωράφι λεγόμενο: εις τα δεντρούλια.
- Άφησε η Ξάνθω, γυνή του Δήμου Νίνου δια μέρος της ψυχής της εις τη Μονή, μία ελαία καλοκαιρινή εις τους Λάκωνες, όπου έδωσε με προικιό στη θυγατέρα της πλησίον του Σταμάτη Στραβοράβδη.
- Έχει η άνωθεν Μονή αμνάλη εις την Φιλομύλα. Το αφιέρωσε ο ποτέ Σταμάτης Νίνος του ποτέ Κόζα, ως φαίνεται εις το παλαιό Ιβεντάριο.
- Ακόμη η Μονή έχει έτερο χωράφι πλησίον στη δημόσια στράτα, από τον ποτέ Αλιβήλη Παγιάτη.
- Τα άνωθεν δύο κομμάτια εις την Φιλομύλα κι Δηλίρα σοδιασμένα του Νικολάου Νίνου δια Σιτάρι - μουλάρι ανά ήμισυ με πορταμέντο. Τώρα, εις το παρόν χωράφι εις τη Δηλίρα, το προσφέρει η κληρονομιά του ποτέ Νικολέτου Καζιάνη, από χωριό Δουκάδες.
Το χωράφι στη Φιλομύλα, το προσφέρει ο Σίμος Νίνος του ποτέ Στάθη, λεγόμενος Ρουμπής (Ιβεντάριο 30 Μαρτίου 1655).
Χτήματα ακόμα, αφιέρωσαν οι:
- Ζαφείρης Παγιατάκης
- Ανδρέας Χαλικιάς
- Σταμάτης Σταυροϊδής (Νερούλια)
- Θεοδωρής Νίνος και Τζανής Νίνος (Καλύβια). Το χτήμα σόδιασε ο Πιέρος Κορακιανίτης Τζόγιας.
- Δήμος Κοσμάς (Κριθαρόκηπος)
- Γρηγόρης Παγιάτης (Κάμποι, Γαϊδουράς)
- Σταμάτης Νίνος (Αλιπουνιοί, δίπλα από των Νινάδων και Παπαδοπουλάτων).
- Η Μονή έχει μία ελιά κάτωθεν της μάντρας, μέσα εις τον τόπον του Πιέρου Νίνου, του ποτέ Πάνια.
- Αντώνης Αγάθος, Γιώργος Αγάθος, για την ψυχή τους (Παρασπόρια).
- Το χωράφι Γράβα αγόρασε ο Βασίλης Νίνος -λεγόμενος Μπόχαλης- και πλήρωσε στη Μονή σοδιάτικο χρονικό, σιτάρι - μουλάρι ανά ήμισυ. Τώρα εις το παρόν, η κληρονομιά του Τζώρτζη Νίνου του ποτέ Αρσένη, ήταν να πλερώσουν μουλάρι ήμισυ.
- Ο Γιωργάκης Νίνος του ποτέ Αντώνη -λεγόμενος Περπίρης- και ο Θεοφίλης Νίνος του ποτέ Ανδρέα, μισό μουλάρι. Έχει έτερο χωράφι εις τη Γράβα ο Νικόλαος Νίνος του ποτέ Ευγένιου και επλέρωνε Τετάρτη της εκκλησίας.
- Έχει η μονή κομμάτι χωράφι αγορά από τον Σταμάτη Νίνο του ποτέ Νικολάου, για 37 δουκάτα εις τα στρέμματα στις 26 Απριλίου 1671.
- Πλερώνει ο Γιάννης Νίνος του ποτέ Νικολάου -λεγόμενος Νανής- δια το χωράφι στη Γράβα (13 Ιουλίου 1702). Το 1687 επήρανε του Γιάννη Νίνου τις ελιές.
- Άνωθεν της εκκλησίας, μέσα στον κήπο, έχει ο Γιάννης Νίνος μία ρίζα ελιά και την αφιέρωσε ο Σταμάτης Νίνος με τη διαθήκη του.
- Στα Νινάτικα, ο Σταμάτης Νίνος αφήνει τρεις ελιές.
- Ο Σταμάτης Νίνος αφήνει πλησίον της Μονής, μία περγουλιά.
- Ο Γιάννης Νίνος -λεγόμενος Νανής- με διαθήκη (18 Οκτωβρίου 1705) έδωσε στην εκκλησία όλη τη μοιρασιά του, που έγινε στις 26 Οκτωβρίου 1698. (Απάνω Στούπη, Καμάρα, Κοκκινός, Κόρακας, Ελιά)… ”.
Μέσα στα κείμενα αυτά, βλέπουμε τί στάση κρατούσαν οι Νινάτες, απέναντι προς το συγκεκριμένο ναό. Αξίζει να σημειώσουμε, ότι γύρω από το ναό έμεναν μόνο Νίνοι, γιατί εκεί ήταν η περιοχή τους, από όταν εγκαταστάθηκαν στο χωριό. Ο ναός στην ουσία δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά ιδιοκτησία των Νίνων, οι οποίοι πρόσφεραν τα υπάρχοντά τους στο ναό και στον Άγιο που τους “προστάτευε”.
Μέσα στα βιβλία, έχουμε και τους φόρους τους οποίους πλήρωναν προς το ναό. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα:
· “Ο Δημήτρης Νίνος του Ιωάννη Μπόχαλη, πληρώνει τον κάθε χρόνο εις τον μήνα Αύγουστο σιτάρι - μουλάρι ένα.
· Οι παρά τη αυτού κληρονομιά του ποτέ Ευσταθίου Νίνου Μπόχαλη, Αντώνιος, Ιωάννης και Γεώργιος, πληρώνουν κάθε χρόνο τον Αύγουστο σιτάρι ένα, κοαντέναις δύο.
· Αλέξανδρος Νίνος του Ιωάννη Μπόχαλη, πληρώνει κάθε Αύγουστο κοαντέναις δύο.
· Ο Δημήτριος και ο Νικόλαος του Θεοδώρου Νίνου, πλήρωνε κάθε Αύγουστο μία μουνέδα λύτρα ”.
Η μεγάλη περιουσία του ναού, έκανε το Μαγγιστράτο να δώσει και εδώ σημασία. Το πρώτο έγγραφο έρχεται κι εδώ το έτος 1811 και αναφέρεται στην πάχτωση. Αργότερα ο υπουργός ξαναστέλνει άλλα δύο παρόμοια έγγραφα - νόμους, κατά τα έτη 1813 και 1817 αντίστοιχα.
Ο ναός στο εσωτερικό του ήταν αρκετά πολυτελής και επιβλητικός. Μετά τον καθεδρικό ναό, ήταν ο πιο πλούσιος. Αυτό φαίνεται και από την παρακάτω απογραφή του 1764:
1. Καντήλια αργυρά (17)
2. Καντήλια μπρούντζινα (5)
3. Κορώνα αργυρή (1)
4. Δίσκος αργυρός (1)
5. Δίσκοι διάφοροι (2)
6. Καντηλιέρηδες μπρούντζινοι (14)
7. Ιερό Ευαγγέλιο αργυρό (1)
8. Ιερό Ευαγγέλιο χάρτινο (1)
9. Θυμιατήριο αργυρό (1)
10. Λεκάνη για βάπτιση (1)
11. Μπουκαλίνα (1)
12. Ανθοδοχείο (1)
13. Άμφια (2)
Κυβερνήτης του ναού ήταν ο Σπύρος Μπόχαλης του ποτέ Ιακώβου. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε, ότι το παρανόμι Μπόχαλης, οι περισσότερες οικογένειες, απόγονοι των Νίνων ακόμα το χρησιμοποιούν, αν κι έχουν περάσει αιώνες. Το όνομα Μπόχαλης συνδέθηκε άμεσα με την πορεία του ναού μέσα στο χρόνο. Εκεί μεγάλωναν και εκεί εθάβονταν. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που: όταν στις 9 Αυγούστου το Μαγγιστράτο έψαχνε τον κυρ Γιάννη Μαρτάλη του Παπαξελιανάκη, ο οποίος ανήκε στο σόι των Νίνων, έσπευσε με έγγραφό του να τον αναζητήσει στον Άγιο Νικόλαο, που εκεί έβρισκε όποιος έψαχνε κάποιο Νίνο. Αργότερα ο ναός έπαψε να είναι Μονή. Για κάποιο διάστημα λειτούργησε και σαν σχολείο.
Υ. Θ. Οδηγήτρια (Φ. Αρ. 340)
Ο ναός της Υ. Θ. Οδηγήτριας είναι αναμφισβήτητα από τους πιο παλιούς ναούς του χωριού. Όμως, εδώ έχουμε την εξαίρεση του κανόνα. Ενώ έχουμε στα έγγραφα του καθεδρικού ναού, την αναφορά της Υ. Θ. Οδηγήτριας, στα έγγραφά της και πιο συγκεκριμένα στο Ιβεντάριό της, δεν υπογράφει καθόλου ο Agostin Sagredo. Ακόμα, ενώ ο ναός υπήρχε πριν το 1752, εν τούτοις τα επίσημα έγγραφά του ξεκινούν από το 1815. Σ’ ένα από αυτά τα έγγραφα, έχουμε την παρέμβαση του υπουργού της διοικήσεως, που προστάζει τον Σπύρο Μπόχαλη που ήταν παχτωνάρης του ναού, να παρουσιαστεί στις αρχές του τόπου για να φερμαριστεί. Πιο πριν, πριν δύο χρόνια, ο ίδιος είχε στείλει έναν κατάλογο με νόμους που αφορούσαν τα πάχτα. Έτσι λοιπόν ο Σπύρος Μπόχαλης που δεν υπάκουσε τους νόμους της πολιτείας και έκανε κατάχρηση στις ελιές του ναού, καλέσθηκε από το υπουργείο για να τιμωρηθεί. Για τις 23 Μαΐου του 1815 και ημέρα Κυριακή, ο υπουργός έστειλε ένα κείμενο προς τον προεστό του χωριού Ιωάννη Λεπενιώτη και τον διάταζε να το ανακοινώσει στους κατοίκους του χωριού. Το έγγραφο αυτό αφορούσε τα πάχτα της Αγίας Αναστασίας (καθεδρικός), του Αγίου Νικολάου και της Υ. Θ. Οδηγήτριας. Τότε λοιπόν ο προεστός του χωριού έβαλε τον κοντόσταυλο Αναστάση Μάζη και τον γέροντα Αναστάση Μποζίκη, και το εκυρήξανε στη μέση του χωριού (πλατεία), με το σήμαμα της καμπάνας, μετά το πέρας της Κυριακάτικης λειτουργίας. Την άλλη μέρα, ο προεστός έστειλε μία επιστολή προς τον υπουργό και του ανέφερε ότι έπραξε αυτό που διατάχθηκε από τον ίδιο. Η επιστολή τελείωνε ως εξής: “ …ος καλός επρόσταξεν τα άνωθεν καρτέλια δεν έβαλε κανένας, απάνω όμως που είναι εις είδηση τω δικαιοσύνη σου, τα οποία σου τα προβοδάω ος καλός μου πρόσταξες με την προσκυνημένη σου ορδινιά. Αναμένω τις διορισές δια να τες ανεργώ παρευτώς”.
Ο Υποταχτικός δούλος σου Ιωάννης Λεπενιώτης
Τον ίδιο χρόνο (1815), ο υπουργός Βλασόπουλος καλεί μέσω του ναού της Υ. Θ. Οδηγήτριας, τους τέως και νυν κυβερνήτες της Αγίας Αναστασίας, να παρουσιασθούν μπροστά του για να φερμαρισθούν. Αυτοί ήταν:
1. Γιάννης Μποζίκης και Ξάνθης Αγάθος, τέως επίτροποι του ναού.
2. Ανδρέας Νίνος, Γιάννης Μάζης και Ξάνθης Παγιάτης, νυν επίτροποι του ναού.
Ο ναός αυτός δεν είχε καμιά ιδιαίτερη περιουσία. Ούτε σε ιερά σκεύη, ούτε σε χτήματα, δεν είχε κάτι το αξιόλογο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι μία απογραφή του 1800. Τα ιερά σκεύη του ναού είναι:
· Φελόνι (1)
· Πετραχήλι (2)
· Καντηλιέρηδες (2)
· Βιβλία (12)
· Ποτήριο (1)
Αγία Θέκλα (Φ. Αρ.-)
Για το ναό της Αγίας Θέκλας δεν υπάρχει κανένα αρχείο. Όμως έχει τη μεγαλύτερη σημασία απ’ όλους τους άλλους ναούς του χωριού. Οι παραδόσεις υποστηρίζουν πως είναι ο πιο παλιός ναός του χωριού. Ο ναός είναι χτισμένος σε ρυθμό βασιλικής χωρίς τρούλο. Είναι ανακαινισμένος πρόσφατα (αρχές 20ου αιώνα), γιατί ήταν σχεδιασμένος σύμφωνα με τις ανάγκες της εποχής που είχε χτιστεί (λίγο μετά την ίδρυση του χωριού). Την εποχή της ανακαίνισης, επειδή έπρεπε να διπλασιαστεί ο τότε μικρός ακόμα ναός, οι εργάτες αναγκάσθηκαν να γκρεμίσουν το καμπαναριό που βρίσκονταν στα πλάγια. Από τότε ο ναός παραμένει χωρίς καμπαναριό. Η θέση του ναού δεν ήταν καλή τα πρώτα χρόνια, γιατί ήταν μακριά από το τότε μικρό και κρυμμένο χωριό. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να είναι έρμαιο στις επιθέσεις των πειρατών, με αποκορύφωμα μία φορά, την ολοσχερή λεηλασία του και την κλοπή της καμπάνας από το καμπαναριό. Με βάση τις πηγές που υπάρχουν, μπορούμε να πούμε ότι ο λόγος που δεν υπάρχει το αρχείο του ναού, είναι ότι τα έγγραφα που υπήρχαν εκεί, τα κατέστρεψαν οι πειρατές (στο αρχείο της Αγίας Αναστασίας, στο φάκελο Νο 195, αναφέρεται πώς: “ …σε καιρό μεγάλου πολέμου καταστράφηκαν τα βιβλία στην Άγια Θέκλα, από φωτιά”). Απέναντι από το ναό, υπήρχε και ένας πολύ μικρότερος, ο Άγιος Παντελεήμων. Όταν όμως δημιουργήθηκε η ανάγκη να χτιστεί ένα δημοτικό σχολείο, οι εργάτες γκρέμισαν το ναΐσκο αυτόν.
Έθιμα Λιαπάδων
Το χωριό Λιαπάδες πριν από πολλές δεκαετίες, αποτελούσε μαζί με άλλα χωριά (Δουκάδες, Γαρδελάδες, Σκριπερό, κ.λπ. τον δήμο Απηλιωτών. Ήταν το πιο μεγάλο του δήμου και ένα από τα μεγαλύτερα της Κέρκυρας. Οι κάτοικοί του είχαν μεγάλες περιουσίες και αυτός ήταν ο λόγος που είχαν συχνή επικοινωνία με την πόλη του νησιού. Από έγκυρες πηγές, είμαστε στη θέση να γνωρίζουμε σήμερα, μερικά έθιμα που διαδραματίζονταν στο χωριό κατά τη διάρκεια ορισμένων εορτών. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι την Κυριακή της Τυροφάγου γίνονταν κηδεία, γάμος και δικαστήριο, όπως στα πιο πολλά χωριά της Κέρκυρας. Το έθιμο αυτό σταμάτησε ύστερα από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Ένα άλλο χαρακτηριστικό έθιμο, ήταν το Πάσχα με την πρώτη Ανάσταση το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. Εκείνη την ημέρα, αν ένα σπίτι δε διέθετε πήλινο αγγείο για σπάσιμο, τότε χτυπούσανε τους σύρτες από τις πόρτες. Στον καιρό του μεσοπολέμου (1918-1939), ένας μαραγκός είχε πάει στα χωριά του Όρους και εκεί έμαθε το χορό των παπάδων, και όταν γύρισε πίσω, το δίδαξε στους Λιαπάδες, όχι ως χορό για παπάδες, αλλά ως λαϊκό χορό. Αυτός ο χορός χορεύονταν στις γειτονιές και στα σπίτια. Πριν από τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, το γλέντι της Τυρινής τελείωνε με χωριάτικο τελευταίο χορό, τον οποίο έσερνε πρώτος ο παπάς του χωριού, και μετά γίνονταν Εσπερινός και τελείωνε η χορευτική περίοδος και ξεκινούσε η περίοδος της νηστείας. Παρακάτω δίνεται ένα απόσπασμα που καταφέραμε να βρούμε από το τραγούδι αυτό, το οποίο αποτελείται από στίχους οκτασύλλαβους, τροχαϊκούς, παροξύτονους:
Πρωτοχορευτής: Δόξα να, δόξα να,
Δόξα να’ χει πάσα μέρα.
Όμιλος: Δόξα να’ χει πάσα μέρα
Κι ο Υιός με τον Πατέρα.
Πρωτοχορευτής: Και το Πνε, και το Πνε,
Και το Πνεύμα το Αγίω.
Όμιλος: Και το Πνεύμα το Αγίω
Το ζωαρχικό και Θείο.
Πρωτοχορευτής: Δόξα να, δόξα να,
Δόξα να’ χουν και τα Τρία.
Όμιλος: Δόξα να’ χουν και τα Τρία
Και η Δέσποινα Μαρία.
Στο τέλος όλοι μαζί φώναζαν δυνατά “και του χρόνου”.
Ιερείς του χωριού
Από τις εκκλησίες του χωριού πέρασαν πάρα πολλοί ιερείς. Ο λόγος ήταν ότι πολλοί αποφάσιζαν να χριστούν την ιεροσύνη και παρέμεναν αργότερα ως ιερείς στο χωριό. Αυτός ήταν ο λόγος που τους προηγούμενους αιώνες, είχαμε τη συνύπαρξη παραπάνω από δύο ιερέων στο χωριό. Έτσι λοιπόν καταφέραμε, μέσα από ιστορικές πηγές, να γνωρίζουμε τους περισσότερους ιερείς που έζησαν στο χωριό από το 1722 έως και το 1834.
· 1722: Αβέρνικος Χαλικιάς, Ιερομόναχος
Θεόφιλος Παγιάτης, Ιερεύς
Τιμόθεος Παγιατάκης, Ιερεύς
· 1723: Προσήχθη εις ενεργεία, ο Γεώργιος Πολυμάρτης.
· 1728: Αποβίωσε ο Ιερομόναχος Θεόκλητος Μαυροειδής, και ετάφη στο κοιμητήριο της Αγίας Θέκλας.
· 1761: Προσήχθη εις ενεργεία, ο Γεώργιος Παγιάτης
· 1762: Προσήχθη εις ενέργεια, ο Αντώνιος Παγιάτης
· 1763: Οι ιερείς του χωριού, επειδή τελείωσε το βιβλίο των βαπτίσεων και δεν είχε άλλα φύλλα, πρόσθεσαν ένα ακόμα παιδί στο εξώφυλλο και παρακάλεσαν την “Αυτού Παναιδεσιμότητα” να αναγνωρίσει το κύρος του παιδιού σαν βαπτισμένο.
· 1763: Θεόφιλος Παγιάτης, Ιερεύς
Τιμόθεος Παγιατάκης, Ιερεύς
Γεώργιος Πολυμάρτης, Ιερεύς
· 1727: Προσήχθη εις ενεργεία, ο Καλλίνικος Μποζίκης, Ιερομόναχος
· 1729: Τον Ιούνιο του 1729, οι εφημέριοι του ναού της Αγίας Αναστασίας: Θεόφιλος Παγιάτης και Καλλίνικος Μποζίκης, φανερώνουν πως σε καιρό μεγάλου πολέμου στο χωριό (επίθεση από Αλτζερίνους πειρατές), χάθηκαν ή ξεσχίστηκαν φύλλα από το ληξιαρχικό βιβλίο του ναού.
· 1735: Καλλίνικος Μποζίκης, Ιερομόναχος
Θεόφιλος Παγιάτης, Ιερεύς
Γεώργιος Πολυμάρτης, Ιερεύς
Προσήχθη εις ενεργεία, ο Ιωάννης Ρεπούλιος
Ο ιερέας Τιμόθεος Παγιατάκης έχει αποβιώσει.
· 1764: Αποβιώνει ο Θεόφιλος Παγιάτης και ετάφη στο κοιμητήριο της Αγίας Αναστασίας.
· 1769: Νικόλαος Αγάθος, Ιερεύς
· 1770: Νικόλαος Αγάθος, Ιερεύς
Αντώνιος Παγιάτης, Ιερεύς
· 1775: Στυλιανός Παγιάτης, Ιερεύς
· 1776: Γεώργιος Παγιάτης, Ιερεύς
· 1777: Νικόλαος Αγάθος, Ιερεύς
Αντώνιος Παγιάτης του Θεοφίλη, Ιερεύς… συν οι νέοι ιερείς από το 1775.
· 1790: Στυλιανός Παγιάτης, Ιερεύς
Γεώργιος Παγιάτης, Ιερεύς
· 1800: Παραμένουν οι ίδιοι από το 1790.
· 1801: Παραμένουν οι ίδιοι
Προσήχθη εις ενεργεία ο Αναστάσης Παγιάτης
Προσήχθη εις ενεργεία ο Γεώργιος Γουλής
· 1805: Τον Νοέμβριο του 1805, προσήχθη το βιβλίο του ναού στον Μητροπολίτη Κέρκυρας Ιερόθεο, από τον Ιερέα Στυλιανό Παγιάτη.
· 1807: Θεοδωρής Παγιάτης, Ιερεύς
Στυλιανός Παγιάτης, Ιερεύς
Ο ιερέας Γεώργιος Παγιάτης, έχει αποβιώσει.
· 1817: Θεόδωρος Παγιάτης, Ιερεύς
Στυλιανός Παγιάτης, Ιερεύς
Αντώνιος Ρεπούλιος, ιερεύς
· 1832: Παραμένουν οι ίδιοι από το 1817
· 1834: Χαράλαμπος Κορακιανίτης, Ιερομόναχος
Θεόδωρος Παγιάτης, Ιερεύς
Αντώνιος Ρεπούλιος, Ιερεύς
Ιωάννης Παγιάτης, Ιερεύς
Καταπληκτική δουλειά. Συγχαρητήρια
ΑπάντησηΔιαγραφή