Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο που ακολούθησε, η Κέρκυρα, όπως και όλη η Ελλάδα εβρισκόντανε σε δύσκολη θέση. Ήρθε η εποχή τση ανασυγκρότησης το 1950, για να φανούνε σε όλο το μεγαλείο τους, οι κακουχίες, η φτώχεια και η δυστυχία. Σε αντίθεση με την πόλη, η ύπαιθρος είχε το πλεονέκτημα να είναι κοντά τσου καρπούς τση γης. Το λάδι, οι πατάτες, το γένημα, τα λάχανα και τα φρούτα, επαίξανε σημαντικό, αλλά και μοναδικό ρόλο στη διατροφή. Και στο χωριό μας, συνέβαινε ότι και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Πείνα και δυστυχία παντού. Οι ελλείψεις υπήρχανε σε όλα τα βασικά αγαθά. Τα παιδιά δεν επίνανε γάλα το πρωί και όσα επίνανε, τσου εβάνανε αλάτι αντίς για ζάχαρη. Το ψιλό αλάτι δεν υπήρχε. Άλλοι εφέρνανε χοντρό αλάτι από το Λινιόδωρο και άλλοι αγοράζανε το χοντρό αλάτι που επαίρνανε για τσου φούρνους. Ύστερα το βάνανε στο τραπέζι και μετά εκουτουλούσανε μία μποτίλια απάνω του και έτσι ετριβόντανε.
Για πρωινό υπήρχε μοναχά μηλοβαγιά ή τσάι. Γύρω στο 1945 περίπου, ήρθε στο χωριό η βοήθεια τση Ούντρας. Εμοιράζανε ετότες στον κόσμο, στάρι, αλεύρι, γαλέτες, μαρμελάδα και άλλα τρόφιμα. Στα μιτσά παιδιά εδίνανε και κάτι βιταμίνες, για να πάρουνε απάνω τους. Τη διανομή όλων αυτών των προϊόντων, την έκανε στο χωριό μας, ο Γιάννης ο Λεμόνης. Όλα τα μιτσά παιδιά, επηγαίνανε στου Γιάννη του Λεμόνη, κάθε μέρα, για να τσου δώκει τη μπάλα τους (τη βιταμίνα τους, που εμύριζε ψαρίλιας).
Το έπιπλο τση φωτογραφίας δεξιά, το λέγανε κοσκέρα και είναι κάτι σαν ψυγείο, για τη συντήρηση των φαγητών, της προ ψυγείων εποχής. Είχε δύο ράφια που στο πάτο τους είχανε ξύλο να ακουμπάνε τα πιάτα και ψιλή σίτα για να αερίζονται τα φαγητά και να μην μπαίνουν έντομα. Το κρεμούσανε με γάντζο στον αέρα, για να μην πάνε μερμήγκοι. Όσοι εγεννηθήκανε πριν το 1960, έχουν πάρει μία γεύση από τα βάσανα τση τότε εποχής. Οι άντρες αρχίσανε να ξενιτεύονται, ελπίζοντας σε ένα καλύτερο τρόπο ζωής για την οικογένεια και σε ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους. Άλλοι επήγανε στη ξενιτιά και άλλοι στην Αθήνα.
Τση πείνας τα καμώματα |
Το έπιπλο τση φωτογραφίας δεξιά, το λέγανε κοσκέρα και είναι κάτι σαν ψυγείο, για τη συντήρηση των φαγητών, της προ ψυγείων εποχής. Είχε δύο ράφια που στο πάτο τους είχανε ξύλο να ακουμπάνε τα πιάτα και ψιλή σίτα για να αερίζονται τα φαγητά και να μην μπαίνουν έντομα. Το κρεμούσανε με γάντζο στον αέρα, για να μην πάνε μερμήγκοι. Όσοι εγεννηθήκανε πριν το 1960, έχουν πάρει μία γεύση από τα βάσανα τση τότε εποχής. Οι άντρες αρχίσανε να ξενιτεύονται, ελπίζοντας σε ένα καλύτερο τρόπο ζωής για την οικογένεια και σε ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους. Άλλοι επήγανε στη ξενιτιά και άλλοι στην Αθήνα.
Εκείνα τα χρόνια, για τα οποία τα παιδιά μας τώρα ελάχιστα γνωρίζουνε (από διηγήσεις), ελλείπανε τα πάντα. Και το φαγητό ήταν δυσεύρετο πολλές φορές. Τα φρούτα και λαχανικά ήταν η περιουσία του καθενός. Όταν ερουμένανε τα σύκα ή τα άλλα φρούτα, η οικογένεια τα φύλαε με μούδες, για να μη τση τα φάνε. Είτε εκάνανε κατοικιά εκεί, είτε τα προσέχανε σε καθημερινή βάση. Οι αμούρες από τσου βάτους, τα σκάμνα, τα παυλόσυκα και ότι άλλο έδινε η μάνα γης, ήτανε καλόδεχτο. Πολλές γυναίκες επερνούσανε όπως όπως, με δύο κραμπόφυλλα και λίγους ζεγκούνους κοκαλιστούς.
Και επειδής όλα τα πράματα κάνουνε τον κύκλο τους, να βοηθήσει ο Θέος να μην αντιμετωπίσει σύντομα η κοινωνία μας παρόμοια συμβάντα.
Και επειδής όλα τα πράματα κάνουνε τον κύκλο τους, να βοηθήσει ο Θέος να μην αντιμετωπίσει σύντομα η κοινωνία μας παρόμοια συμβάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου